- ὑγρόσπερμος
- ὑγρό-σπερμος, ον,A with liquid semen, Gal.1.339.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑγρόσπερμος — with liquid semen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγρόσπερμος — ον, Α αυτός που έχει υγρό σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. λεπτό σπερμος, ολιγό σπερμος] … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek